αναθάρρηση

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀναθάρρησις και -θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ.-μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση (-ις) < ἀναθαρρῶ].