αναλογείο
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].