αντιδικία

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντιδικία) αντίδικος
διαμάχη, φιλονικία
νεοελλ.
η διεξαγωγή πολιτικής δίκης με εναντίωση του ενός διαδίκου στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του άλλου.