αποκόπτω

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

κ. -κόβω κ. -κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω)
1. κόβω εντελώς, πέρα-πέρα
2. απομακρύνω
3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω
4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή
μσν.- νεοελλ.
1. εμποδίζω
2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω
3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος
4. (για το γάλα του θηλασμού) σταματώ
5. αποτιμώ
μσν.
1. κατασφάζω
2. σταματώ κάτι
αρχ.
Ι. ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. θρηνώ χτυπώντας το στήθος με τα χέρια
2. (για περιόδους του λόγου) τερματίζομαι απότομα
3. φρ. «ἀποκόπτομαι τὰ γεννητικά» — ευνουχίζομαι
5. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀποκεκομμένος
ο ευνούχος.