Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόλυτος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-ή, -ό (ἀπολυτός, -ή, -όν) απολύω
μσν.- νεοελλ.
ελεύθερος, αδέσμευτος
νεοελλ.
Ι. ανεπιτήρητος, απαρακολούθητος, ασύδοτος
II. το αρσ. ως ουσ.
1. η έξοδος των μελισσών από την κυψέλη
2. η αναβλάστηση κλαδιού ενός δέντρου
III. το ουδ. ως ουσ.
1. είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού
2. ύφασμα με αραιή ύφανση
μσν.
(για οικισμό) ανοιχτός, ατείχιστος.
-η, -ο (AM ἀπόλυτος, -ον) απολύω
αυτός που γίνεται αποδεκτός χωρίς όρους ή περιορισμούς και ισχύει χωρίς εξαιρέσεις
νεοελλ.
1. μη εξαρτώμενος από άλλον, πλήρης, ολοκληρωμένος, αυθύπαρκτος («απόλυτη ελευθερία», «απόλυτη εξουσία»)
2. αυτός που δεν δέχεται τροποποίηση των απόψεων ή των πεποιθήσεων του («δεν παίρνει κουβέντα, είναι απόλυτος»)
3. φρ. α) «απόλυτα αριθμητικά» — λέξεις που απλώς δηλώνουν τους αριθμούς (ένα, δύο, τρία κ.λπ.)
β) «απόλυτη σύνταξη» — μετοχές ή απαρέμφατα της αρχ. Ελληνικής που δεν βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τους λοιπούς όρους της πρότασης
γ) «απόλυτη τιμή», «απόλυτη υγρασία»
αρχ.
αδέσμευτος, ελεύθερος.