ασήμωμα
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
το ασημώνω
1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς»)
2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους
3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων.