αἱματεκχυσία
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
English (LSJ)
ἡ, shedding of blood, Ep.Heb.9.22.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
derramamiento de sangre χωρὶς αἱ. οὐ γίνεται ἄφεσις no hay perdón sin derramamiento de sangre, Ep.Hebr.9.22, cf. Epiph.Const.Haer.39.9.2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
effusion de sang.
Étymologie: αἷμα, ἐκχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματεκχυσία -ας, ἡ αἷμα, ἐκχέω bloedvergieten.
German (Pape)
ἡ, Blutvergießen, NT.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτεκχῠσία: ἡ пролитие крови NT.
Middle Liddell
ἐκχέω
shedding of blood, NTest.
English (Abbott-Smith)
αἱματεκχυσία, -ας, ἡ (< αἷμα, ἐκ, χέω),
shedding of blood (Eccl.; Cremer, 71): He 9:22. †
English (Strong)
from αἷμα and a derivative of ἐκχέω; an effusion of blood: shedding of blood.
English (Thayer)
῎´ας, ἡ (αἷμα and ἐκχύνω), shedding of blood: Hebrews 9:22. Several times also in ecclesiastical writings.
Greek Monotonic
αἱμᾰτεκχῠσία: ἡ (ἐκχέω), χύσιμο αίματος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
αἱματεκχυσία: ἡ, ἡ χύσις αἵματος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 22, Ἐκκλ.
Chinese
原文音譯:aƒmatekcus⋯a 害馬特-誒克-虛西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:血-出去-傾瀉(著)
字義溯源:流血;由(αἷμα)*=血)與(ἐκχέω / ἐκχύννομαι)=流出來)組成;而 (ἐκχέω / ἐκχύννομαι)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(Χερούβ)X*=灌注)組成。這字只用了一次。流血表明殺死,是舊約殺祭牲的用語
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 流血(1) 來9:22