γαλάντης

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

και γαλάντες και γκαλάντης, ο
1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά
2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος
3. αγαπητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].