γαρίδα

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

η
γενική ονομασία εδώδιμων Δεκάποδων Καρκινοειδών της υπόταξης Κολυμβητικά που μορφολογικά χαρακτηρίζονται από ένα ενιαίο χιτινώδες κάλυμμα του κεφαλοθώρακα (όστρακο), από πέντε ζευγάρια βαδιστικών ποδιών και από μια ανεπτυγμένη κοιλιά, πλευρικά πεπιεσμένη
2. φρ. «μάτι γαρίδα» — μάτι διεσταλμένο σαν της γαρίδας από την αϋπνία ή από μεγάλη επιθυμία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίδα, αιτιατική του αρχ. ονόματος καρίς «γενική ονομασία μικρών οστρακόδερμων, γαρίδα»].