δακρυγόνος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
και δακρυογόνος, -ο (Α δακρυογόνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκκρίνει δάκρυα («δακρυγόνοι αδένες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δακρυγόνο ή τα δακρυγόνα
αέριο το οποίο εκτοξεύεται για να προκαλέσει εκροή δακρύων και προσωρινή μείωση ή απώλεια της όρασης
αρχ.
εκείνος που προκαλεί δάκρυα («δακρυογόνος Άρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -γονος < γίγνομαι.