δα-
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
intens. Prefix, = ζα-, as in δάσκιος, δαφοινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δα- intens. pref. in ep. adj. (= ζα-) zeer.
Greek Monolingual
(Α)
μόριο προθεματικό, επιτατικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα-πιθανόν να είναι τύπος της καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα- (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής, λαμπρός» ζατρεφής «κα λοθρεμμένος, παχύς»), και μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο (πρβλ. δαφοινός «κατακόκκινος»)].
Greek (Liddell-Scott)
δᾰ-: ἐπιτατικὸν προθεματικὸν μόριον =ζα- (ἴδε ἐν Ζ), ὡς ἐν τοῖς δάσκιος, δαφοινός.
Frisk Etymology German
δα-: {da-}
Forms: in δαφοινός, vorw. von Tieren, gewöhnlich als sehr rot erklärt (ep. poet. seit Il.) und δάσκιος sehr schattig (ep. poet. seit Od.).
Grammar: Präfix
Etymology: Mit verstärkendem δια-, äol. ζα- gleichwertig und wahrscheinlich aus diesem hervorgegangen, obwohl die Bedingungen unklar sind (Schwyzer 330, Lejeune Traité de phonétique 96 A. 2; auch Sjölund Metrische Kürzung 25f., Chantraine Gramm. hom. 1, 169 mit metrischer Erklärung). — Für δάσκιος (wonach mit falscher Übertragung des σ δασπέταλον· πολύφυλλον H.) kommt auch Verwandtschaft mit δασύς (etwa durch Haplologie aus *δασύσκιος?) in Betracht, vgl. s. v.
Page 1,337