ζα-
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
Prefix (cf. διά), very, in Epic Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.
Greek Monolingual
επιτατικό πρόθεμα ονομάτων της Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» — πολύ πλούσιος, πάμπλουτος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα.
ΣΥΝΘ. ζάπλουτος
αρχ.
ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής, ζαχρηής, ζάχρυσος, ζάχυτος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζα- intens. pref. in ep. adj. zeer.