διίσταμαι

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

(AM διίστημι, Α και διίσταμαι) ίστημι
1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι
2. διαφωνώ, φιλονικώ
μσν.
κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω
2. διακρίνω, διαστέλλω
3. εμφυσώ, φουσκώνω
II. (ενεργ. αμτβ.)
1. σταματώ
2. μετακινώ
III. (συν. παθ.)
1. στέκομαι με ανοιχτά πόδια
2. διαχωρίζομαι μετά τη μάχη
3. (για στρατό) αποσύρομαι
4. είμαι διαφορετικός
5. στέκομαι σε διαστήματα
6. αποσύρομαι στην περιοχή μου, συμβιβάζομαι
IV. (μέσ. συχνά ως μτβ.)
1. διαχωρίζω, αποχωρίζω
2. αντιπαραβάλλω
3. (για αράχνη) εξαπλώνω, επεκτείνω.