διασκίδνημι

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκίδνημι Medium diacritics: διασκίδνημι Low diacritics: διασκίδνημι Capitals: ΔΙΑΣΚΙΔΝΗΜΙ
Transliteration A: diaskídnēmi Transliteration B: diaskidnēmi Transliteration C: diaskidnimi Beta Code: diaski/dnhmi

English (LSJ)

poet. for διασκεδάννυμι, Il.5.526, Hes.Th.875, Emp. 84.4, Hdt.2.25:—Pass., Luc.DDeor.20.5, Sacr.13.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διασκεδῶ Hdt.1.79, S.Ant.287, Ar.V.229; aor. διεσκέδασα Od.5.370, Sol.1.18, Hdt.1.77, Th.1.54; v. med. perf. inf. διεσκεδάσθαι LXX 3Ma.5.30, part. διεσκεδασμένος Hdt.1.63, X.HG 1.2.5]
I tr.
1 dispersar dicho de los vientos νέφεα Il.5.526, cf. Sol.l.c., δούρατα Od.l.c., ἄλλοτε δ' ἄλλῃ ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας Hes.Th.875, αὐτὰ (ναυάγια καὶ νεκρούς) πανταχῇ Th.l.c.
en otros cont. δικαστῶν σφηκιὰν διασκεδῶ dispersaré el enjambre de jueces Ar.l.c., αὐτὰς (τὰς ἐλάφους) ἀπ' ἀλλήλων X.Cyn.9.9, (τὰ κτένη) BGU 1253.11 (II a.C.), τὸ πῦρ I.BI 6.97, ἀτάκτους καὶ τεθορυβημένους Plu.Sull.28, ὑμᾶς λίθοις τε καὶ ὀστράκοις Luc.DMeretr.9.5, πολὺ τοῦ στρατεύματος μέρος Hdn.2.12.1, δολιχὰς στίχας Q.S.11.113
en cont. milit. οὔτε γὰρ ἀταξία διασκίδνησιν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς ἐν ἔθει συντάξεως I.BI 3.74, τοὺς ... Νομάδας Plu.Fab.12
dicho del ejército licenciar Hdt.1.77, 79.
2 desbaratar, hacer pedazos τὼ κάδω las dos urnas Ar.Au.1053
arruinar, destruir γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν para arruinar su tierra y sus leyes S.l.c., cf. OC 1341, λέκτρα Nonn.D.35.282
fig. c. ac. abstr. disipar, destruir, hacer desaparecer ἀγλαίας γε ... ἁπάσας Od.17.244, τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα S.OC 620, τὸν ἔρωτα Men.Epit.6, cf. Anaxandr.59, τὴν βουλὴν αὐτῶν LXX 3Re.12.24r, σημεῖα ἐγγαστριμύθων LXX Is.44.25, τὸ φοβερὸν καὶ πικρὸν τῆς ἀπειλῆς Plu.2.815e, τὸν κίνδυνον D.H.4.4, en v. pas. αἱ πλείους αἰτίαι διασκεδασθήσονται Vett.Val.183.27.
3 escindir, dividir (λαμπτῆρες) οἱ ... ἀνέμων ... πνεῦμα διασκιδνᾶσι (linternas) que escinden el soplo de los vientos (por la especie de pantalla que llevan), Emp.B 84.4
separar ὀργήν τε καὶ λύπην Aret.SD 1.5.8.
II intr. en v. med.
1 dispersarse οἱ Ἀθηναῖοι Hdt.1.63, cf. 5.15, 8.57, Th.3.98, X.HG 1.2.5, ἡ ἀγέλη Luc.DIud.5, πρὶν ἰδεῖν τοὺς ἐχθροὺς διασκίδνανται φυγῇ I.BI 3.129, θόρυβος ἦν ἐκεῖ διασκιδναμένων καὶ κατασκηνούντων ἀτάκτως se produjo un gran tumulto cuando (las tropas) se dispersaron y acamparon en desorden Plu.Arist.17, διεσκίδνη τὸ στράτευμα, ὅπῃ δυνηθεῖεν ἀποφεύγειν κατὰ μέρη App.Pun.12, cf. Ath.315d, κατὰ τὴν χώραν D.S.13.69, σποράδην Ph.1.306, cf. Aen.Tact.11.11, Paus.9.14.6, Plu.Cat.Mi.28, D.C.47.38.5.
2 disiparse, desvanecerse (ἡ ψυχή) ὥσπερ πνεῦμα ἢ καπνὸς διασκεδασθεῖσα Pl.Phd.70a, cf. 78b, ἡ φλὸξ ἅμα τῷ ὕπνῳ διασκεδασθεῖσα ἠφανίσθη D.H.4.2, ἡ δὲ κνῖσα ... χωρεῖ ἄνω καὶ ἐς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν διασκίδναται Luc.Sacr.13
desmoronarse, pulverizarse αἱ δὲ (κολῶναι) ... ῥεῖα διεσκίδναντο ... ῥηγνύμεναι διὰ τυτθά (las cimas del monte Ida) se desmoronaban al romperse en pequeños pedazos Q.S.12.188.
3 expandirse del aire sometido a presión bruscamente liberado, Thphr.Sens.45 (= Diog.Apoll.A 19).

German (Pape)

[Seite 602] p. = διασκεδάννυμι; Hom. Iliad. 5, 526 ζαχρηῶν ἀνέμων, οἵ τε νέφεα σκιόεντα πνοιῇσιν λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες; Hesiod. Th. 875 von den Winden διασκιδνᾶσί τε νῆας, ναύτας τε φθείρουσι: Herodot. 2. 25 ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ ἄνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι; Plutarch. Fab. Max. 12 ἐπιφανεὶς (Fabius) τρέπεται καὶ διασκίδνησι τοὺς Νομάδας; Luc. Sacrif. 13 ἡ κνίσσα ἐς τὸν οὐρανὸν ἠρέμα διασκίδναται.

French (Bailly abrégé)

c. διασκεδάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασκίδνημι zie διασκεδάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

διασκίδνημι: (= διασκεδάννυμι) разбрасывать, раскидывать, рассеивать или разгонять (νέφεα Hom.; νῆας Hes.; τοὺς πολεμίους Plut.; ἡ κνῖσα ἐς τὸν οὐρανὸν διασκίδναται Luc.).

English (Autenrieth)

3 pl. διασκίδνᾶσι, aor. διεσκέδασε, opt. διασκεδάσειε: scatter, disperse; νῆα, ‘scatter in fragments,’ ‘shatter,’ Od. 7.275; fig., ἀγλαΐᾶς, ‘scatter to the winds,’ put an end to, Od. 17.244.

Greek Monotonic

διασκίδνημι: = διασκεδάννυμι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Παθ., σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκίδνημι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ -σκεδάννυμι, Ἰλ. Ε. 526, Ἡσ. Θ. 875, Ἡρόδ. 2. 25. ‒ Παθ., Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 6, Θυσ. 13.

Middle Liddell

= διασκεδάννυμι, Il., Hdt.:—Pass., Luc.]