δυσδιήγητος
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
δυσδιήγητον, hard to narrate, LXX Wi.17.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de explicar, de interpretar, inescrutable αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX Sap.17.1, cf. Origenes Io.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.
2 difícil de relatar, de narrar ἡ γενεά (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1308D, cf. 1309A, βίος Pall.H.Laus.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.H.Laus.36.1
•indescriptible σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, ἀσθένεια Thdt.H.Rel.18.4.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
δυσδιήγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διηγηθεί κανείς.
Translations
indescribable
Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний