ἀνωνόμαστος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωνόμαστος Medium diacritics: ἀνωνόμαστος Low diacritics: ανωνόμαστος Capitals: ΑΝΩΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anōnómastos Transliteration B: anōnomastos Transliteration C: anonomastos Beta Code: a)nwno/mastos

English (LSJ)

ἀνωνόμαστον, nameless, ineffable, E.Hec.714 (lyr.); ἀ. ὀσμή Ar.Av.1715.

Spanish (DGE)

-ον
sin nombre, innombrable ἄρρητ' ἀνωνόμαστα E.Hec.714, ὀσμή Ar.Au.1715.

German (Pape)

[Seite 268] poet. = ἀνονόμαστος, ungenannt, unnennbar, Ar. Av. 1713; Eur. Hec. 705.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut nommer ou décrire, ineffable.
Étymologie: , ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωνόμαστος: невыразимый, неизреченный (ἄρρητος ἀ. Eur.; ὀαμή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωνόμαστος: -ον, (ὀνομάζω) ἀνώνυμος, μὴ ἔχων ὄνομα, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, ἀδιήγητος, Εὐρ. Ἑκ. 714· ἀν. ὀσμὴ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715.

Greek Monolingual

ἀνωνόμαστος, -ον (Α)
ο χωρίς όνομα, ο ακατονόμαστος.

Greek Monotonic

ἀνωνόμαστος: -ον (ὀνομάζω), ανώνυμος, απερίγραπτος, άρρητος, αδιήγητος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀνομάζω
nameless, indescribable, ineffable, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

indescribable, unspeakable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

indescribable

Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний