εκμεταλλεύομαι
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek Monolingual
(Α ἐκμεταλλεύω)
1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο
2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό
3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα
4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία
αρχ.
εξαντλώ μεταλλείο, αφαιρώ ολόκληρη την ποσότητα του μεταλλεύματος.