εξορμώ

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξορμῶ, -άω) ορμώ
1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή
2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου
νεοελλ.
επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
αρχ.
1. στέλνω στον πόλεμο
2. παροτρύνω, ενθαρρύνω
3. κινώ προς τα έξω
4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
5. παθ. (για βέλος) ρίχνομαι, τινάζομαι
6. ξεσπώ ξαφνικά.
(II)
ἐξορμῶ, -έω (Α)
1. βρίσκομαι ή πλέω έξω από το λιμάνι
2. φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορμέω, -ώ (< όρμος) «είμαι αγκυροβολημένος»].