επαίσχυντος
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
-η, -ο(-ν)
αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].