θρασύθυμος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
θρασύθυμον, bold-hearted, Man.4.529; cf. θρασύμυθος.
German (Pape)
[Seite 1216] keckes Muthes, Man. 4, 529.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύθῡμος: -ον, ἔχων τολμηρὰν ψυχήν Μανέθων 4. 529.
English (Slater)
θρασύθυμος, v. θρασύμυθος.
Greek Monolingual
θρασύθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγάθυμος, οξύθυμος].