ισχυρίζομαι

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυρίζομαι) ισχυρός
διατυπώνω κάτι και το υποστηρίζω με επιμονή
μσν.-αρχ.
ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός
αρχ.
1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον
2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι
3. έχω πεποίθηση σε κάτι.