κένδυλα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: κένδῡλα | Medium diacritics: κένδυλα | Low diacritics: κένδυλα | Capitals: ΚΕΝΔΥΛΑ |
Transliteration A: kéndyla | Transliteration B: kendyla | Transliteration C: kendyla | Beta Code: ke/ndula |
τά, also κένδῡλα or κενδύλη, ἡ, dub.l.for σχενδύλα (q.v.).
κένδῡλα: τὰ, ὡσαύτως κένδῡλα ἢ κενδύλη, ἡ, ἀμφ. γραφ. ἀντὶ σχένδυλα.
κένδῡλα: τά Anth. v.l. = σχένδυλα.