κακόμουσος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμουσος Medium diacritics: κακόμουσος Low diacritics: κακόμουσος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: kakómousos Transliteration B: kakomousos Transliteration C: kakomousos Beta Code: kako/mousos

English (LSJ)

κακόμουσον, unmusical, Χορεία Sch.E.Ph.786 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1301] = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμουσος: -ον, ἄμουσος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 786· πρβλ. παράμουσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόμουσος, -ον)
ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος.
επίρρ...
κακομούσως
με κακόμουσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλόμουσος, φιλόμουσος].