καταγνυπόομαι

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγνῡπόομαι Medium diacritics: καταγνυπόομαι Low diacritics: καταγνυπόομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΝΥΠΟΟΜΑΙ
Transliteration A: katagnypóomai Transliteration B: katagnypoomai Transliteration C: katagnypoomai Beta Code: katagnupo/omai

English (LSJ)

Pass., to be weak, in pf. Pass. κατεγνυπῶσθαι, Hsch., EM236.40; κατεγνυπωμένον cj. in Plu.2.753c. Adv. κατεγνυπωμένως lazily, Men.1020; cf. γνύπετος.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être faible LSJ.
Étymologie: κατά, γνυπόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

καταγνῡπόομαι: ἐν τῷ Παθ. πρκμ. κατεγνυπῶσθαι· «ὁτὲ μὲν ἁβρῶς διαιτᾶσθαι καὶ τρυφᾶν, ὁτὲ δὲ κατηφῆ εἶναι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. 236. 40· Ἐπίρρ. κατεγνυπωμένως, νωθρῶς, ἀνάνδρως, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 361 (Φώτιος)· πρβλ. καταγρυπόω καὶ ἴδε γνυπετός.

Russian (Dvoretsky)

καταγνῡπόομαι: быть слабым; только part. pf. pass. κατεγνυπωμένος слабый, бессильный (Plut. - v.l. κατεγρυπωμένος).