καταισθάνομαι
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s'apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αισθάνομαι volledig begrijpen:. ὁταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον wanneer je je huwelijk volledig hebt begrepen Soph. OT 422.
Russian (Dvoretsky)
καταισθάνομαι: (ясно) замечать, узнавать: ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. когда ты узнаешь (в какой) брак (ты вступил).
Greek Monolingual
καταισθάνομαι (Α)
αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως.
Greek Monotonic
καταισθάνομαι: μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.
Middle Liddell
fut. -αισθήσομαι
Dep. to come to full perception of, Soph.