καταλεπτύνω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλεπτύνω Medium diacritics: καταλεπτύνω Low diacritics: καταλεπτύνω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΠΤΥΝΩ
Transliteration A: kataleptýnō Transliteration B: kataleptynō Transliteration C: kataleptyno Beta Code: kataleptu/nw

English (LSJ)

make very thin, in Pass., τὸ πρόσωπον -λελεπτύσθαι Hp.Aër.7; οἱ μάλιστα -λελεπτυσμένοι Arist.PA668a22, cf. Gal.18(2).18, 25.

German (Pape)

[Seite 1360] sehr dünn, mager machen; Hippocr.; Arist. part. an. 3, 5 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λεπτύνω, pass. vermageren.

Russian (Dvoretsky)

καταλεπτύνω: делать тонким, худым: καταλελεπτισμένος Arst. исхудалый.

Greek (Liddell-Scott)

καταλεπτύνω: κάμνω τι λίαν λεπτὸν καὶ ἀσθενές, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 10· οἱ καταλεπτυνόμενοι, οἱ καταλελεπτυσμένοι Γαλην. 8. 588, 590· καταλελεπτύνθαι ὑπὸ τῆς νόσου Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197.

Greek Monolingual

καταλεπτύνω (Α)
καθιστώ κάτι πολύ λεπτό, πολύ ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λεπτύνω (< λεπτός)].