κατασθμαίνω
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.
German (Pape)
[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
French (Bailly abrégé)
renacler contre en parl. d'un cheval ; s'irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
κατασθμαίνω: фыркать: ἵππος χαλινῶν κατασθμαίνων μένει Aesch. конь гневно фыркает (сердясь) на узду.
Greek (Liddell-Scott)
κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.
Greek Monolingual
κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.