κατασιγάω

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασῑγάω Medium diacritics: κατασιγάω Low diacritics: κατασιγάω Capitals: ΚΑΤΑΣΙΓΑΩ
Transliteration A: katasigáō Transliteration B: katasigaō Transliteration C: katasigao Beta Code: katasiga/w

English (LSJ)

A remain silent, Pl.Phd. 107a.
II = κατασιγάζω, CPHerm.25ii2, Luc.JTr.13 (v.l. κατασιώπησον).

French (Bailly abrégé)

κατασιγῶ :
se taire.
Étymologie: κατά, σιγάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σιγάω zwijgen.

German (Pape)

[ῑ], verschweigen, Plat. Phaed. 107a.

Russian (Dvoretsky)

κατασῑγάω: (fut. κατασιγήσομαι) хранить молчание, молчать Plat.

Greek Monotonic

κατασῑγάω: μέλ. -ήσομαι, σιωπώ εντελώς, γίνομαι σιωπηλός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασῑγάω: μέλλ. -ήσομαι, σιωπῶ ἐντελῶς, γίνομαι σιωπηλός, δὲν μνημονεύω τι, Πλάτ. Φαίδων 107Α.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
to become silent, Plat.