κερμοδότης
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek (Liddell-Scott)
κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.
Greek Monolingual
κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωοδότης, χρηματοδότης)].
German (Pape)
ὁ, = κερματιστής, Nonn. Io. 2.75.
Translations
money changer
Arabic: صَرَّاف; Egyptian Arabic: صراف; Armenian: լումայափոխ, դրամափոխ; Azerbaijani: sərraf; Catalan: canvista; Dutch: geldwisselaar, wisselaar, wisselagent; English: moneychanger, money-changer, money changer; Finnish: rahanvaihtaja; French: changeur; German: Geldwechsler, Geldwechslerin; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐍄𐍄𐌾𐌰; Greek: αργυραμοιβός, σαράφης; Ancient Greek: ἀργυραμοιβός, ἀργυροκοπιστήρ, ἀργυρονόμος, ἀργυροπράτης, ἀργυροπῶλος, καταλλάκτης, κερματιστής, κερμοδότης, κολλυβιστής, λιτροσκόπος, νομισματοπώλης, τραπεζίτας, τραπεζίτης, τρεπεδδίτας; Hindi: सराफ़; Indonesian: penukar uang; Irish: malartóir airgid; Italian: scambista; Ladino Hebrew: סאראף; Ladino Latin: saraf; Latin: nummularius, argentarius; Malay: pengurup wang; Manx: maylartagh argid, caghlaader argid; Middle English: monymaker; Old Church Slavonic: пѣнѧжьникъ, тръжьникъ; Persian: صراف; Portuguese: cambista; Romanian: cambist, cambistă, zaraf; Russian: меняла; Scottish Gaelic: malairtiche-airgid, neach-malairt, neach-malairt airgid; Spanish: cambista; Thai: คนแลกเงิน; Uzbek: sarrof
als: Geldwechsler; bjn: pahurupan duit; cv: улшуç; eo: monŝanĝisto; fa: صراف; he: חלפנות כספים; id: penukar uang; ja: 両替商; lv: naudas mijējs; ne: मुद्रा सटही; sq: sarafi; uz: sarrof