κλεψιμαῖος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψῐμαῖος Medium diacritics: κλεψιμαῖος Low diacritics: κλεψιμαίος Capitals: ΚΛΕΨΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klepsimaîos Transliteration B: klepsimaios Transliteration C: klepsimaios Beta Code: kleyimai=os

English (LSJ)

α, ον, = κλοπιμαῖος, stolen, LXX To.2.13, PLond.2.422.3 (iv A.D.). Adv. κλεψιμαίως = furtively, Lat. furtim, Dosith.p.412 K.

German (Pape)

[Seite 1449] = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.

Greek Monolingual

-α, -ο και κλεψιμιός, -ά, -ό (AM κλεψιμαίος, -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος
νεοελλ.-μσν.
1. κρυφός, απαγορευμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και κλεψιμίο(ν)
το κλεμμένο πράγμα, το κλοπιμαίο.
επίρρ...
κλεψιμαίως (Α)
με κλέφτικο τρόπο, με κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Εμφανίζει το ίδιο θ. κλεψι- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (πρβλ. κλεψίλογος, κλεψίνους κ.λπ.) + κατάλ. -ιμαῖος, όπως και το κλοπ-ιμαῖος (< κλόπ-ιμος < κλοπή)].

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐμαῖος: -α, -ον, = κλοπιμαῖος, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.

Translations

stolen

Arabic: مَسْرُوق‎; Egyptian Arabic: مسروق‎; Belarusian: крадзены, украдзены; Danish: stjålen, stjålet; Dutch: gestolen; Finnish: varastettu; French: volé; Georgian: მოპარული; German: gestohlen; Greek: κλεμμένος; Ancient Greek: ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος; Hungarian: ellopott; Italian: rubato; Japanese: 盗まれた; Macedonian: украден; Marathi: चोरलेले, चोरलेला, चोरलेली; Norwegian Bokmål: stjålen; Polish: ukradziony; Portuguese: roubado, furtado; Rapa Nui: hakananai'a; Russian: краденный, украденный, ворованный; Spanish: robado; Swedish: stulen; Tagalog: nakaw; Turkish: çalıntı, çalınmış; Ukrainian: крадений, украдений