κοπρόσταση

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

και κοπροστασία, η
ιατρ. παρατεταμένη παραμονή κοπρανωδών μαζών στο παχύ έντερο σε περίπτωση ειλεού, μεγακόλου ή λόγω αδρανείας του εντέρου κατά τη γεροντική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprostasis < copro- (πρβλ. κόπρος) + -stasis (πρβλ. στάσις)].