κορυζώδης

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυζώδης Medium diacritics: κορυζώδης Low diacritics: κορυζώδης Capitals: ΚΟΡΥΖΩΔΗΣ
Transliteration A: koryzṓdēs Transliteration B: koryzōdēs Transliteration C: koryzodis Beta Code: koruzw/dhs

English (LSJ)

κορυζῶδες, suffering from catarrh, ἀπὸ κεφαλῆς Hp.Epid. 6.3.3, cf. 2.3.11.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠζώδης: -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.

Greek Monolingual

κορυζώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυζώδης -ες [κόρυζα] verkouden.

German (Pape)

ες, schnupfig, Hippocr.