κρονόληρος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ὁ, old twaddler, Plu. 2.13b, Com.Adesp. 1052.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vieux radoteur.
Étymologie: Κρόνος, ληρέω.
Greek Monolingual
ό (AM κρονόληρος)
φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»].