κυματοθραύστης
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
ο
τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από μπετόν οι οποίοι τοποθετούνται είτε μπροστά στον λιμενοβραχίονα είτε παράλληλα προς την ακτή, προκειμένου να προφυλάσσεται το λιμάνι ή ο όρμος από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κρανιοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].