κωπεύω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.).
II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.
French (Bailly abrégé)
pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.
Russian (Dvoretsky)
κωπεύω: приводить в движение ударами весел (βᾶριν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.
Greek Monotonic
κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.