κόπρειος
English (LSJ)
α, ον,
A full of dung, filthy, ἀνὴρ κ. stinkard, Id.Eq.899, with play on signf. ΙΙ.
II in Attica, of the deme Κόπρος, IG12.301.39:—later Κόπριος, misspelt Κύπριος, Is.3.2 codd., cf. Decr. ap. D.18.73.
German (Pape)
[Seite 1483] = κόπριος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de fumier.
Étymologie: κόπρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόπρειος -α -ον [κόπρος] mest-.
Russian (Dvoretsky)
κόπρειος: навозный: ἀνὴρ κ. Arph. золотарь.
Greek Monolingual
κόπρειος, -εία, -ον (Α) κόπρος (Ι)]
1. ρυπαρός, αηδής, βρομιάρης, κοπρίτης
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόπρειοι
κωμικό λογοπαίγνιο για τους κατοίκους του δήμου της Αττικής Κόπρος («τοῦτ' εἶπεν ἀνὴρ Κόπρειος», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κόπρειος: -α, -ον (κόπρος), ο γεμάτος κοπριά, ρυπαρός, βρώμικος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρειος: -α, -ον, (κόπρος) πλήρης κόπρου, ῥυπαρός, δυσώδης, βρωμερός, ἀνὴρ κόπρειος Ἀριστοφ. Ἱππ. 899, πιθανῶς μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ δήμου Κόπρος· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας διορθωτέον, Κόπρειος (ἀντὶ Κύπριος) ἐν Ἰσαί. 38. 7., 54. 29, ἴδε Δινδ. διάφ. γραφὴν ἐν Δημ. 249. 13, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σελ. 216.