ληματιάω

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημᾰτιάω Medium diacritics: ληματιάω Low diacritics: ληματιάω Capitals: ΛΗΜΑΤΙΑΩ
Transliteration A: lēmatiáō Transliteration B: lēmatiaō Transliteration C: limatiao Beta Code: lhmatia/w

English (LSJ)

to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.

French (Bailly abrégé)

ληματιῶ :
avoir une volonté forte, énergique, résolue.
Étymologie: λῆμα.

Russian (Dvoretsky)

λημᾰτιάω: (только praes.) быть отважным Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.

Greek Monotonic

λημᾰτιάω: (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λημᾰτιάω, λῆμα
to be high-spirited, resolute, Ar. only in pres.]