λικμητήρ
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
λικμητῆρος, ὁ, winnower of corn, Il.13.590.
German (Pape)
[Seite 46] ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vanneur.
Étymologie: λικμάω.
Russian (Dvoretsky)
λικμητήρ: ῆρος ὁ веятель, веяльщик Hom.
Greek (Liddell-Scott)
λικμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λικμῶν τὸν σῖτον, ὁ «λιχνίζων», Ἰλ. Ν. 590· πρβλ. λικνίτης.
English (Autenrieth)
ῆρος: winnower, who threw the grain with his winnowingshovel against the wind, thus separating it from the chaff, Il. 13.590†.
Greek Monotonic
λικμητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που λιχνίζει το σιτάρι, λιχνιστής, σε Ομήρ. Ιλ.