λοιμώσσω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμώσσω Medium diacritics: λοιμώσσω Low diacritics: λοιμώσσω Capitals: ΛΟΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: loimṓssō Transliteration B: loimōssō Transliteration C: loimosso Beta Code: loimw/ssw

English (LSJ)

Att. λοιμώττω, fut. -ξω, to have the plague, Gal.10.362, Luc.Hist.Conscr.15, Scyth.2, Max.Tyr.41.4, Sch.Ar.Pl.627; also ἐν λοιμώττοντι χωρίῳ a plague-spot, Procl.in Alc.p.256 C.

French (Bailly abrégé)

être atteint de la peste.
Étymologie: λοιμός.

German (Pape)

att. λοιμώττω, an der Pest leiden, Luc. hist.conscr. 15 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

λοιμώσσω: атт. λοιμώττω быть пораженным чумой, быть зачумленным Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμώσσω: Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, πάσχω ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ λιμός.

Greek Monolingual

λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) λοιμός
πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα -ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμώσσω, μαιμώσσω)].

Greek Monotonic

λοιμώσσω: Αττ. λοιμώττω, μέλ. λοιμώξω, μαστίζομαι από λοιμό, πάσχω από πανούκλα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λοιμώσσω,
to have the plague, Luc.