λοξεύω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
= λοξόω, τὸν ὀφθαλμόν Lib.Descr.30.18; λελοξευμένα obscure or symbolical language, Syn.Alch.p.63 B.
Greek (Liddell-Scott)
λοξεύω: λοξόω, Λιβάν. 4. 1072.
Greek Monolingual
(AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)
νεοελλ.-μσν.
παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα
ασαφής ή συμβολική γλώσσα.
German (Pape)
= λοξόω, Sp.