λυσιμέριμνος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
λυσιμέριμνον, driving care away, of Dionysus, AP9.524.12; of Hermes, Orph. H.28.6; of Artemis, ib.36.5; of Sleep, ib.85.5, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dissipe les soucis.
Étymologie: λύω, μέριμνα.
German (Pape)
[ῡ], Sorgen lösend, so heißt Bacchus, Hymn. (IX.524.12).
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐμέριμνος: освобождающий от забот (Βάκχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιμέριμνος: -ον, ὁ λύων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 9. 524. 12· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, τῆς Ἀρτέμιδος, τοῦ Ὕπνου, Ὀρφ. Ὕμν. 27. 6, κτλ.
Greek Monolingual
λυσιμέριμνος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος
επίκληση του Διονύσου, του Ερμού, της Αρτέμιδος και του Ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος)].
Greek Monotonic
λῡσιμέριμνος: [ῐ], -ον (μέριμνα), αυτός που λύει, παύει, διώχνει μακριά τη μέριμνα, τη φροντίδα, σε Ανθ.