λυσσώδης
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
λυσσῶδες,
A like one raging, frantic, of martial rage, Il.13.53.
2 of madness, λ. νόσος S.Aj.452; of Dionysus, E.Ba.981 (lyr.); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν Plu.Fr.18.12.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 semblable à un enragé;
2 semblable à la rage.
Étymologie: λύσσα, -ωδης.
German (Pape)
ες, wie rasend, toll; Hcktor, Il. 13.53; νόσος, Soph. Aj. 447; μαινάδων κατάσκοπον λυσσώδη Eur. Bacch. 979; ζωή, Ep.adesp. 653 (IX.574); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν, Fav. bei Stob. fl. 94.31.
Russian (Dvoretsky)
λυσσώδης:
1 охваченный яростью, разъяренный (Ἓκτωρ Hom.);
2 исступленный, неистовствующий (ζωή Anth.);
3 похожий на безумие (νόσος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λυσσῶντα, μανιώδης, μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. νόσος Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = λύσσα, Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ες (Α λυσσώδης, -ῶδες) λύσσα
1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα
β. «λυσσώδης μάχη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες
η μανιώδης ορμή
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης νόσος», Σοφ.).
επίρρ...
λυσσωδώς
με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη ορμή.
Greek Monotonic
λυσσώδης: -ες (εἶδος)·
1. όμοιος με λυσσασμένο, μανιώδης, μαινόμενος, λέγεται για πολεμική ορμή, μανία, παροξυσμό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από τρέλα, μανία, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
λυσσ-ώδης, ες εἶδος
1. like one raging, frantic, of martial rage, Il.
2. of madness, Soph., Eur.