ματαιοπόνος

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ματαιοπόνον, labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργοπόνος, οφθαλμοπόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.

Middle Liddell

μᾰταιο-πόνος, ον
labouring in vain, Philo.

German (Pape)

vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.