οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
μαυριάζω (M)
1. μαυρίζω
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαυριασμένος, -η, -ον- σκοτεινός («στὸν θλιβερὸν καὶ μαυριασμένον Ἅδη», Διγεν. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. σκοτεινιάζω)].