μαυρός
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
μαυρόν, = ἀμαυρός, Hdn.Gr.1.193 (μαῦρος codd.); μαῦρος Hsch.; cited (without transl.) as properisp. by Gal.18(2).518.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ἀμαυρός.
Greek Monolingual
μαυρός, -όν (Α)
αμαυρός, θαμπός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαυρῶ (βλ. λ. μαυρώνω)].
German (Pape)
wie ἀμαυρός, dunkel, unscheinbar, Vetera Lexica, die μαῦρος akzentuieren.