μωλώνω

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

και μολώνω
1. κατασκευάζω μώλο με πέτρες ή με προσχώσεις ή με κυβολίθους, για προστασία του λιμανιού ή του όρμου από τα κύματα, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μώλου, κατασκευάζω προκυμαία για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και για την εκφόρτωση και φόρτωση εμπορευμάτων
2. (κατ' επέκτ.) αποξηραίνω ρηχό τέλμα, έλος, αυλάκι κ.λπ. με επιχωμάτωση
3. (αμτβ.) (για αυλάκι, ρυάκι κ.λπ.) έχω προσχώσεις που παρεμποδίζουν τη ροή («εμώλωσε το αυλάκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μώλος (Ι) (για τον τ. μολώνω βλ. λ. μώλος [Ι])].