μόργνυμι
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
= ὀμόργνυμι, only aor. 1 Med. μόρξαντο, μορξάμενοι, Q.S. 4.270,374.
German (Pape)
[Seite 207] = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.
Greek (Liddell-Scott)
μόργνῡμι: ὀμόργνυμι, μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.
Greek Monolingual
μόργνυμι (Α)
ομόργνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμόργνυμι, «σφουγγίζω» με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].