ναίχι
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.9), Adv., for ναί, like οὐχί for οὐ, μήχι for μή, S.OT684, Pl.Hipparch.232a, Men.Sam.81, Call.Epigr. 30.5.
French (Bailly abrégé)
adv.
oui certes.
Étymologie: ναί, -χι.
Russian (Dvoretsky)
ναίχῐ: (intens. = ναί) да-да, да, конечно, еще бы, Soph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ναίχῐ: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ναί, ὡς τὸ οὐχὶ ἀντὶ τοῦ οὐ, Σοφ. Ο. Τ. 682, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. - Οὐχὶ ναιχί, Ἐτυμολ. Μέγ. σ. 638, 50, Εὐστ. 107. 25.
Greek Monolingual
ναίχι (Α)
επιτ. τ. του ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναί + -χι (πρβλ. μηχί, ουχί].
Greek Monotonic
ναίχῐ: επίρρ. αντί ναί, όπως το οὐχί αντί οὐ, σε Σοφ.