ορθός

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)
1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).
3. ευθύς, ίσιοςἈπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)
4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῦς», Σοφ.)
5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)
6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)
7. φρ. «ορθός λόγος»
i) η σωστή σκέψη
ii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, ο ορθολογισμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθό
α) το λογικό, το πρέπον, το σωστό
β) η τελική μοίρα του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο