οστεογένεση
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
και οστεογένεια, η
1. βιολ. ο σχηματισμός του οστίτη ιστού από τις οστεοβλάστες
2. φρ. «ατελής οστεογένεση»
ιατρ. κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οστών με λεπτά τοιχώματα και μεγάλη προδιάθεση για κατάγματα, από έλλειψη οστεοβλαστών καθώς και από παραμόρφωση τών δοντιών, κυανή απόχρωση τών χιτώνων τών οφθαλμών και προοδευτική κώφωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteogenesis < ὀστέον / ὀστοῦν + γένεση. Ο τ. οστεογένεια μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].